έποψις

έποψις
(-εως) η
1) вид, перспектива; 2) перен. точка зрения, аспект, сторона, взгляд;

από πρακτική έποψη — с практической стороны;

υπό πδσαν έποψιν — со всех точек зрения, с любой точки зрения;

εκ πρώτης επόψεως — или από πρώτη έποψη — на первый взгляд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "έποψις" в других словарях:

  • ἔποψις — view over fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψει — ἔποψις view over fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπόψεϊ , ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἔποψις view over fem dat sg (attic ionic) ἐποράω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψεις — ἔποψις view over fem nom/voc pl (attic epic) ἔποψις view over fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψεσι — ἔποψις view over fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψηι — ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐπόψῃ , ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐπόψῃ , ἐποράω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψησιν — ἔποψις view over fem dat pl (epic) ἐπόψησις eating as fem acc sg ἐποράω aor subj mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψιος — ἔποψις view over fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπόψιος full in view masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έποψη — η (AM ἔποψις) η άποψη, η θέα που έχει κανείς από κάποια απόσταση («ἀνώμαλον τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἠναγκάζοντο ἔχειν», Θουκ.) νεοελλ. η πλευρά από την οποία φαίνεται ή εξετάζεται κάτι, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται κάτι αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπόψεως — ἐπόψεω̆ς , ἔποψις view over fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόψῃ — ἐπόψηι , ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐποράω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποψιν — ἔποψ hoopoe masc dat pl (epic) ἔποψις view over fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»