ἔποψις — view over fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψει — ἔποψις view over fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπόψεϊ , ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἔποψις view over fem dat sg (attic ionic) ἐποράω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψεις — ἔποψις view over fem nom/voc pl (attic epic) ἔποψις view over fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψεσι — ἔποψις view over fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψηι — ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐπόψῃ , ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐπόψῃ , ἐποράω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψησιν — ἔποψις view over fem dat pl (epic) ἐπόψησις eating as fem acc sg ἐποράω aor subj mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψιος — ἔποψις view over fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπόψιος full in view masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποψη — η (AM ἔποψις) η άποψη, η θέα που έχει κανείς από κάποια απόσταση («ἀνώμαλον τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἠναγκάζοντο ἔχειν», Θουκ.) νεοελλ. η πλευρά από την οποία φαίνεται ή εξετάζεται κάτι, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται κάτι αρχ.… … Dictionary of Greek
ἐπόψεως — ἐπόψεω̆ς , ἔποψις view over fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψῃ — ἐπόψηι , ἔποψις view over fem dat sg (epic) ἐποράω aor subj mid 2nd sg ἐποράω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποψιν — ἔποψ hoopoe masc dat pl (epic) ἔποψις view over fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)